θαλασσόχελυς

θαλασσόχελυς
ο
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τού γένους θαλάσσιας χελώνας caretta.
[ΕΤΥΜΟΛ. θαλασσόχελυς, αντί τού ορθότ. *θαλασσέγχελυς < θαλασσο-* + (έγ) -χελυς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”